παρακαλεστικά

παρακαλεστικά
παρακαλεστικά και παρακαλετά επίρρ. τροπ., με παρακλήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακαλεστικός — ή, ό [παρακαλεστός] παρακλητικός, ικετευτικός. επίρρ... παρακαλεστικά με παρακλητικό, ικετευτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”